ἐγχώριοι

ἐγχώριοι
ἐγχώριος
in
masc nom/voc pl
ἐγχώριος
in
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Индигеты — (Indiges, Indigetes) у древн. римлян название местных отечественных богов, которые некогда жили в Лациуме как люди, но после смерти сделались богами покровителями местного населения. К числу И. относятся Ян, Пик, Фавн, особенно Эней, отчасти… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Индигеты — У этого термина существуют и другие значения, см. Индигеты (племя). Индигеты (лат. Indiges, Indigetes)  у древних римлян название местных «отечественных» богов, которые некогда жили в Лациуме как люди, но после смерти стали богами… …   Википедия

  • AUTOCHTHONES — populi, qui non alio referunt originem suam; verum ex ipso solo nati videri volunt. Latini Indigenas vocant. Ita quidem Scaliger, qui Αὐτόχθονα et Γηγενῆ eundem vult esle. Unde Marcianum Heracleotem de Ephoro, Cretem αὐτόχθονα vocantem, in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DEDICANDI Ritus — antiquissimo in usu. Et apud Hebraeos qui [Gap desc: Hebrew]; apud Graecos ἐγκαινίζειν et ἐγκαίνια et ἐγκαινι???μὸς, idem, quodLatinis Initiare ac Initia, seu Initiamenta ac dedicare et Dedicatio est, consecratio sc. seu usibus sacris cultuique… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MAJORUM Religio — quantopere cordi fuerit priscis Atheniensibus, docet haec lex Draconis. Θεσμὸς αἰώνιος τοῖς Α᾿ττίδα νεμομένοις κύριος τὸν ἅπαντα χρόνον, Θεοὺς τιμᾷν καὶ ἥρωας ἐγχωρίους ἐν κοινῷ ἐμποινίοις νόμοις πατρώοις κτλ. Lex est antiquissima aeternaeque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RELIGIO — quî a Superstitione differat, docet Cicer. de Nat. Deor. l. 2. c. 28. ubi, Maiores, inquit, nostri Religionem a Superstitione separaverunt. Nam qui totos dies precabantar et immolabans, tit sui liberi superstites essent, Superstitiosi sunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • εγχώριος — α, ο (AM ἐγχώριος, ον) 1. (για προϊόντα) αυτός που παράγεται στη χώρα, εντόπιος 2. ως ουσ. μόνιμος κάτοικος ενός τόπου αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη χώρα («ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί», Πίνδ.) 2. τοπικός 3. αγροτικός 4. (το ουδ. ως επίρρ …   Dictionary of Greek

  • κίδναι — κίδναι, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ ἐγχώριοι πεφρυγμέναι κριθαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. τού κίδραι. Βλ. λ. χίδρον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”